φυλακτόν

φυλακτόν

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φυλακτόν" в других словарях:

  • φυλακτόν — φυλακτός capable of being preserved masc acc sg φυλακτός capable of being preserved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλακτό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τυχερού. * * * το / φυλακτόν, ΝΜ, και φυλαχτό Ν αντικείμενο, φυσικό ή χειροποίητο, που φορεί συνήθως κάποιος επάνω του γιατί πιστεύει ότι… …   Dictionary of Greek

  • φυλακτός — ή, όν, Α [φυλάσσω] 1. αυτός που μπορεί να περιφρουρηθεί, να προστατευτεί («φυλακτὸν ἡ ὑγεία», Αλέξ. Αφρ.) 2. αυτός τον οποίον αξίζει κανείς να φυλάγει, να προσέχει, αξιόλογος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»